Οι άνθρωποι που έχουν κοινωνική φοβία νιώθουν υπερβολικό φόβο και αποφεύγουν κάποια κοινωνικά ερεθίσματα και καταστάσεις. Νιώθουν επίμονο φόβο όταν εκτίθενται σε αγνώστους ή γίνονται αντικείμενο παρατήρησης από άλλους και φοβούνται ότι θα ενεργήσουν με τρόπο που θα νιώσουν ντροπή και θα γελοιοποιηθούν. Όταν εκτίθενται σε κοινωνικές καταστάσεις ή πρόκειται να εκτεθούν, εμφανίζουν σωματικά συμπτώματα άγχους όπως, ταχυκαρδία, εφίδρωση, ναυτία, κοκκίνισμα στο πρόσωπο, τρόμο, ζάλη, συχνοουρία, κόμπο στο λαιμό, ξηροστομία και τάση για αφόδευση. Αρχίζουν και εμφανίζονται ή προηγούνται αρνητικές σκέψεις για το πως μπορεί να φαίνονται στον κόσμο, μήπως έχουν προδοθεί ότι είναι αγχωμένοι και έχουν γίνει ρεζίλι. Νιώθουν δυσφορία όταν βρίσκονται υπό το διερευνητικό και επικριτικό βλέμμα των άλλων όπως θεωρούν, κι οι αδυναμίες τους, τις οποίες οι άλλοι σίγουρα θα δουν και θα τις κατακρίνουν. Έτσι, η έκθεση θα οδηγήσει σε εξευτελισμό, σε ντροπή και θα θέλουν να “ανοίξει η γη και να τους καταπιεί”. Τέτοιες καταστάσεις μπορεί να είναι, μία παρουσίαση ή μία ομιλία σε κοινό, οι συνδιαλλαγές π.χ. σε τράπεζα – εστιατόρια-μαγαζιά, να παραγγέλνουν, να τρώνε και να πίνουν μπροστά σε άλλους, να ψάχνουν τραπέζι μέσα σε μαγαζί ή το να σηκωθούν να πάνε τουαλέτα μπροστά σε κόσμο, να συμμετέχουν σε ομάδες , να κάνουν ερωτήσεις, να γνωρίζουν νέα πρόσωπα, να αλληλεπιδρούν και να φλερτάρουν, να πηγαίνουν σε εκδηλώσεις, να υπογράφουν και να συμπληρώνουν έγγραφα δημοσίως κ.α. Για παράδειγμα, κάποιοι, φοβούνται ότι μπορεί να πνιγούν τρώγοντας μπροστά σε άλλους, ή ότι μπορεί να τρέμουν τα χέρια τους κρατώντας το πιρούνι ή το ποτήρι ή φοβούνται μήπως κοκκινίσουν και ιδρώσουν μπροστά σε άλλους. Σκέφτονται μήπως τραβήξουν την προσοχή με μια παράξενη συμπεριφορά ή κάνοντας κάτι που θα φανεί εξευτελιστικό, δηλαδή να σκοντάψουν, να πέσουν να λιποθυμήσουν ή να κάνουν εμετό δημοσίως. Γι’ αυτούς τους λόγους, αποφεύγουν τις συνθήκες αυτές, αποφεύγουν να μιλούν με αγνώστους, σε άτομα κύρους ή ανωτέρους και εν γένει αποφεύγουν να τραβούν πάνω τους την προσοχή. Αν δεν μπορούν να τις αποφύγουν, νιώθουν άβολα, και για να καταπραΰνουν το άγχος τους μπορεί να χρησιμοποιούν κάποιες στρατηγικές, όπως π.χ. να αποχωρούν νωρίτερα, να καμουφλάρονται φορώντας καπέλο ή γυαλιά ηλίου ή λιγότερο έντονα ρούχα για να μην τους προσέχουν, δεν κάθονται σε κεντρικό σημείο αλλά προτιμούν κάπου στην άκρη για να μην φαίνονται και να μην τους απευθύνουν το λόγο, ασχολούνται με το κινητό τους, ή κάνουν χρήση αλκοόλ ή άλλων ουσιών για να χαλαρώσουν.
Ποιο είναι όμως το αποτέλεσμα με όλα αυτά;;
Οι άνθρωποι τείνουν να ερμηνεύουν τα γεγονότα ως απειλητικά, και παρερμηνεύουν ουδέτερα ερεθίσματα καταλήγοντας σε λανθασμένα συμπεράσματα ότι οι άλλοι τους αξιολογούν αρνητικά. Τείνουν να θεωρούν πολύ σημαντικό να δημιουργούν θετικές εντυπώσεις στους άλλους και αναζητούν έντονα την αποδοχή και αμφιβάλλουν για την ικανότητά τους να κάνουν καλή εντύπωση. Ο φόβος και αυτές οι συμπεριφορές αποφυγής που αναφέρθηκαν πιο πάνω, περιορίζουν τις επιδόσεις τους σε κοινωνικές συνθήκες, τους εμποδίζουν στην προσωπική τους εξέλιξη με στόχους που μπορεί να αφορούν την καριέρα τους, τη σταδιοδρομία τους ή και την προσωπική τους ζωή. Αυτό έχει αρνητικές συνέπειες στην αυτοεκτίμησή τους και οδηγεί σε χαμηλή αυτοπεποίθησή και σε συναισθήματα μοναξιάς.
Η διαταραχή κοινωνικού άγχους είναι μία από τις πιο συχνές ψυχικές διαταραχές.
Στη διαταραχή αυτή κάποιοι άνθρωποι μπορεί να νιώθουν φόβο σε μία ή περισσότερες πολύ συγκεκριμένες καταστάσεις και κάποιοι άλλοι να λειτουργούν αποτελεσματικά στις περισσότερες κοινωνικές καταστάσεις, εκτός από ελάχιστες.
Δεν πρέπει να συγχέεται με την ντροπαλότητα γιατί το άγχος που συνοδεύει την κοινωνική διαταραχή την υπερβαίνει κατά πολύ.
Κάποιοι άνθρωποι μπορεί να μην νιώθουν άγχος με οικεία πρόσωπα ή με πρόσωπα που είναι σίγουρα πως δε θα τους κρίνουν.